υστερ(ο)- — / ὑστερ(ο) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο: α) προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία εκείνου που γίνεται ή αρχίζει αργότερα, ύστερα (πρβλ. υστερο γενής, υστερο γραφος, υστερο φημία βλ. και λ. ύστερος) β) αποτελεί α… … Dictionary of Greek
υστερ(ι)νός, -ή, -ό — και στερνός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρχεται ή γίνεται κατόπι, ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο κατοπινός: Καλά στερνά (καλά γεράματα). 2. έσχατος, τελευταίος, ύστατος: Άκουσέ με για στερνή φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… … Dictionary of Greek
κρατεραλγής — κρατεραλγής, ές (Α) άτεγκτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αλγής (< ἄλγος, τό), πρβλ. πολυ αλγής, υστερ αλγής] … Dictionary of Greek
προτεραίος — α, ο / προτεραῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.) 2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραία η προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.) αρχ … Dictionary of Greek
πυρραία — ἡ, Α 1. ως κύριο όν. Πυρραία μυθική ονομασία τής Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο τής Πύρρας και τού Δευκαλίωνος 2. πιθ. είδος ενδύματος με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. αία, θηλ. τής κατάλ. αῖος* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υστεροκαταληψία — η, Ν ιατρ. υστερία με συμπτώματα καταληψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερ ία + καταληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υστερόμορφος — η, ο, Ν αυτός που μοιάζει με υστερία, υστερικόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερ ία + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)